- ἀποστολικῶν
- ἀποστολικόςsung on departurefem gen plἀποστολικόςsung on departuremasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ЗАФИРОПУЛОС — Зафириос [Зафириос Зафиропулос Смирнский; греч. Ζαφείριος Ζαφειρόπουλος ὁ Σμυρναῖος] (ок. 1775 1800, Смирна, ныне Измир, Турция 1851, Афины), мелург, кодикограф, учитель церковного пения. Отец З. Апостолис Зафиропулос Пелопоннесский, известный в… … Православная энциклопедия
апостольскыи — (361) пр. к апостолъ. 1.В 1 знач.: того ради х҃съ съподоби вълазити въ ап(о)ль||скы˫а оубогы˫а хызины. насъ оучѩ. чл҃вчьско велѩ попирати величѩниѥ и славоу. Изб 1076, 95 95 об.; оубоитес˫а рекъшааго ɤсты ап(с)льскы. не дѣти бываите оумы… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του … Dictionary of Greek
αναλόγιο — Έπιπλο που αποτελείται από μία ή δύο σανίδες και χρησιμεύει στην τοποθέτηση βιβλίων ή τετραδίων για ανάγνωση ή γραφή. Παλαιοτερα ονομαζόταν και αναλογείο. Το α. είναι ένα είδος μικρού τετράγωνου ή πολύεδρου τραπεζιού με επικλινή επιφάνεια που… … Dictionary of Greek
μηνολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Βυζαντινής Εκκλησίας παράλληλο με το Μαρτυρολόγιο της Δυτικής. Περιέχει σύντομους βίους αγίων, σύμφωνα με την εορτολογική τους σειρά (1η Σεπτεμβρίου 31η Αυγούστου) και χρησιμοποιείται κυρίως στα μοναστήρια. To M. ονομάζεται … Dictionary of Greek
πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… … Dictionary of Greek
τρακταριανισμός — ο, Ν εκκλ. θεολογική κίνηση η οποία εμφανίστηκε στους κόλπους τής Αγγλικανικής Εκκλησίας το 1833 και τασσόταν υπέρ τής αναγνώρισης τής παλαιότερης εκκλησιαστικής παράδοσης τών αποστολικών χρόνων και τής επανόδου σε ορισμένους τύπους λατρείας τής… … Dictionary of Greek
υπεραγωνίζομαι — ΜΑ αγωνίζομαι για να υπερασπίσω κάποιον ή κάτι (α. «ὑπερηγωνίζοντο αὐτοῡ καὶ μεταστάντος», Αππ. β. «τῶν ἀποστολικῶν ὑπεραγωνιζόμενοι δογμάτων», Θεοδώρ.) … Dictionary of Greek
υπερασπίζω — ὑπερασπίζω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. υπερασπίζομαι Ν προστατεύω κάποιον ή κάτι, είμαι υπέρμαχος κάποιου (α. «υπερασπίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» β. «ἀποστολικῶν δόξας ὑπερασπίζειν δογμάτων», Θεοδώρ.) νεοελλ. (νομ.) ενεργώ ως συνήγορος, συνηγορώ… … Dictionary of Greek
Εορτοδρόμιον — Τίτλος βιβλίου του οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτη που δημοσιεύτηκε στη Βενετία το 1863 από τους μαθητές του, Στέφανο και Νεόφυτο Σκουρταίο. Στο Ε. ερμηνεύονται οι κανόνες των ακίνητων και κινητών δεσποτικών και θεομητορικών εορτών. Με τον όρο αυτό … Dictionary of Greek